φαινόμενο του θερμοκηπίου

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φαινόμενο του θερμοκηπίου τα φαινόμενα του θερμοκηπίου
      γενική του φαινομένου του θερμοκηπίου των φαινομένων του θερμοκηπίου
    αιτιατική το φαινόμενο του θερμοκηπίου τα φαινόμενα του θερμοκηπίου
     κλητική φαινόμενο του θερμοκηπίου φαινόμενα του θερμοκηπίου
Συνήθως στον ενικό
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φαινόμενο του θερμοκηπίου < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική greenhouse effect

Προφορά

ΔΦΑ : /feˈno.me.no tu θeɾ.mo.ciˈpi.u/

Πολυλεκτικός όρος

φαινόμενο του θερμοκηπίου ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.