φέρων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φέρων & φέροντας |
η | φέρουσα | το | φέρον |
| γενική | του | φέροντος & φέροντα |
της | φέρουσας & φερούσης* |
του | φέροντος |
| αιτιατική | τον | φέροντα | τη | φέρουσα | το | φέρον |
| κλητική | φέρων & φέροντα |
φέρουσα | φέρον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φέροντες | οι | φέρουσες | τα | φέροντα |
| γενική | των | φερόντων | των | φερουσών | των | φερόντων |
| αιτιατική | τους | φέροντες | τις | φέρουσες | τα | φέροντα |
| κλητική | φέροντες | φέρουσες | φέροντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φέρων < αρχαία ελληνικήμετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος φέρω
Μετοχή
φέρων -ουσα -ον
- που έχει κάτι πάνω του ή το μεταφέρει
- ↪ ποσό 1000€ πληρωτέο στον φέροντα την παρούσα επιταγή
- που φέρει, κρατάει το βάρος, υποβαστάζει
- ↪ ο φέρων οργανισμός της οικοδομής
- φέροντας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.