bearing

Αγγλικά (en)

Επίθετο

bearing (en) (χωρίς παραθετικά)

Παράγωγα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bearing bearings

bearing (en)

  1. το παράστημα, η κορμοστασιά, ο τρόπος βαδίσματος
  2. η συνάφεια
  3. ο προσανατολισμός
  4. η ανοχή, η ανεκτικότητα
  5. συνέπεια που προκαλείται, επιφέρεται
  6. στατικό ή μηχανολογικό έδρανο, ο φέρων οργανισμός
    The steel frame uses the engine as its load-bearing part.
    Το ατσάλινο πλαίσιο χρησιμοποιεί τον κινητήρα ως φέρoν τμήμα του.

Ρηματικός τύπος

bearing (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.