bearing
Αγγλικά (en)
Παράγωγα
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| bearing | bearings |
bearing (en)
- το παράστημα, η κορμοστασιά, ο τρόπος βαδίσματος
- η συνάφεια
- ο προσανατολισμός
- η ανοχή, η ανεκτικότητα
- συνέπεια που προκαλείται, επιφέρεται
- στατικό ή μηχανολογικό έδρανο, ο φέρων οργανισμός
- ↪ The steel frame uses the engine as its load-bearing part.
- Το ατσάλινο πλαίσιο χρησιμοποιεί τον κινητήρα ως φέρoν τμήμα του.
- ↪ The steel frame uses the engine as its load-bearing part.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.