υποβαστάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υποβαστάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποβαστάζω < αρχαία ελληνική ὑπό (υπο-) + βαστάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.vaˈsta.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποβαστάζω

Ρήμα

υποβαστάζω, αόρ.: υποβάσταξα, παθ.φωνή: υποβαστάζομαι, π.αόρ.: υποβαστάχτηκα/-χθηκα, μτχ.π.π.: υποβασταγμένος

  1. (κυριολεκτικά) στηρίζω κάτι, τοποθετώ στήριγμα
  2. (μεταφορικά) προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, τον στηρίζω στη στάση και βάδισή του

Συγγενικά

 δείτε τις λέξεις υπό και βαστάζω

Κλίση

λείπει η κλίση με διπλό αόριστο -χτηκα, -χθηκα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.