φερόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φερόμενος | η | φερόμενη | το | φερόμενο |
| γενική | του | φερόμενου | της | φερόμενης | του | φερόμενου |
| αιτιατική | τον | φερόμενο | τη | φερόμενη | το | φερόμενο |
| κλητική | φερόμενε | φερόμενη | φερόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φερόμενοι | οι | φερόμενες | τα | φερόμενα |
| γενική | των | φερόμενων | των | φερόμενων | των | φερόμενων |
| αιτιατική | τους | φερόμενους | τις | φερόμενες | τα | φερόμενα |
| κλητική | φερόμενοι | φερόμενες | φερόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
φερόμενος < Από τον ενεστώτα του ρήματος φέρομαι
Μετοχή
φερόμενος αρσενικό, φερόμενη θηλυκό, φερόμενο ουδέτερο
- που φέρεται να, που θεωρείται ότι έχει κάνει κάτι ή έχει πάθει κάτι στη βάση κάποιων στοιχείων ή ενδείξεων, χωρίς να υπάρχουν όμως ακλόνητες αποδείξεις γι'αυτό.
- ο φερόμενος ως δράστης, ο φερόμενος ως αγνοούμενος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.