φαρυγγίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαρυγγίτιδα | οι | φαρυγγίτιδες |
| γενική | της | φαρυγγίτιδας | των | φαρυγγίτιδων |
| αιτιατική | τη | φαρυγγίτιδα | τις | φαρυγγίτιδες |
| κλητική | φαρυγγίτιδα | φαρυγγίτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαρυγγίτιδα < (καθαρεύουσα) φαρυγγῖτις < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pharyngite < φάρυγξ + -ῖτις (η φλεγμονή) (-ίτιδα)
Σύνθετα
Μεταφράσεις
φαρυγγίτιδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.