φάρυγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| φᾰρῠγ- φᾰρῠγγ- | |||||
| ονομαστική | ἡ ὁ |
φάρυγξ | αἱ οἱ |
φάρυγγες | |
| γενική | τῆς τοῦ |
φάρυγος & φάρυγγος |
τῶν | φαρύγγων | |
| δοτική | τῇ τῷ |
φάρυγγῐ | ταῖς τοῖς |
φάρυγξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν τὸν |
φάρυγγᾰ | τὰς τοὺς |
φάρυγγᾰς | |
| κλητική ὦ! | φάρυγξ | φάρυγγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φάρυγγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | φαρύγγοιν | |||
| Και τύπος αρσενικού. Για το θέμα φαρυγ- δείτε φάρυξ. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- φάρυγξ < αρχαιότερος τύπος φάρυξ (θηλυκό, γενική: φάρυγος) + ένρινο επίθημα κατά το λάρυγξ < *φαρ-υγ-ς.
- Πιθανόν το θέμα φαρ-, μεταπτωτική βαθμίδα για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰerH- (σκάβω, τρυπάω)[1] (δείτε και τη λέξη φάρος (άροτρο) ουδέτερο, λατινική frumen (λάρυγγας), παλαιά αρμενική երբուծ (erbuc). Επίσης φάραγξ.[2]
- Κατά τον Beekes,[3] προέλευσης από την προελληνική λόγω της παρουσίας του έρρινου επιθήματος.
Ουσιαστικό
φάρυγξ, -υγγος / -υγος η αιτιατική: -υγγα' θηλυκό (και αρσενικό σε λιγότερες περιπτώσεις)
- ο λαιμός, ο φάρυγγας
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 360
- φάρυγος δ᾽ ἐξέσσυτο οἶνος (ξερνούσε κρασί)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 360
- φάρυξ
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
φαρυγ- φαρυγγ-
φαρυγ- φαρυγγ-
- ἐμφαρύγγομαι
- ἡδυφάρυγξ
- μακροφάρυξ, μακροφάρυγξ
- παντοφάρυγξ
- φάραγξ
- φαρύγεθρον, φαρύγγεθρον
- φαρυγγίζω
- φαρυγγοτομία
- φαρυγίνδην
Αναφορές
- *bʰerH- στο αγγλικό Βικιλεξικό
- «φάρυγγας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- φάρυγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φάρυγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.