φαρυγγικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρυγγικός η φαρυγγική το φαρυγγικό
      γενική του φαρυγγικού της φαρυγγικής του φαρυγγικού
    αιτιατική τον φαρυγγικό τη φαρυγγική το φαρυγγικό
     κλητική φαρυγγικέ φαρυγγική φαρυγγικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρυγγικοί οι φαρυγγικές τα φαρυγγικά
      γενική των φαρυγγικών των φαρυγγικών των φαρυγγικών
    αιτιατική τους φαρυγγικούς τις φαρυγγικές τα φαρυγγικά
     κλητική φαρυγγικοί φαρυγγικές φαρυγγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φαρυγγικός < φάρυγξ + -ικός

Επίθετο

φαρυγγικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.