υποφάρυγγας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποφάρυγγας οι υποφάρυγγες
      γενική του υποφάρυγγα των υποφαρύγγων
    αιτιατική τον υποφάρυγγα τους υποφάρυγγες
     κλητική υποφάρυγγα υποφάρυγγες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποφάρυγγας < υπο- + φάρυγγας  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈfa.ɾiŋ.gas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποφάρυγγας

Ουσιαστικό

υποφάρυγγας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.