γνωστοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνωστοποίηση οι γνωστοποιήσεις
      γενική της γνωστοποίησης* των γνωστοποιήσεων
    αιτιατική τη γνωστοποίηση τις γνωστοποιήσεις
     κλητική γνωστοποίηση γνωστοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γνωστοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γνωστοποίηση < γνωστοποιώ

Ουσιαστικό

γνωστοποίηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.