υπόλοιπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπόλοιπος η υπόλοιπη το υπόλοιπο
      γενική του υπόλοιπου της υπόλοιπης του υπόλοιπου
    αιτιατική τον υπόλοιπο την υπόλοιπη το υπόλοιπο
     κλητική υπόλοιπε υπόλοιπη υπόλοιπο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπόλοιποι οι υπόλοιπες τα υπόλοιπα
      γενική των υπόλοιπων των υπόλοιπων των υπόλοιπων
    αιτιατική τους υπόλοιπους τις υπόλοιπες τα υπόλοιπα
     κλητική υπόλοιποι υπόλοιπες υπόλοιπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπόλοιπος < αρχαία ελληνική ὑπόλοιπος < ὑπολείπω < ὑπό + λείπω

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈpo.li.pos/

Επίθετο

υπόλοιπος, -η, -ο

  1. που έχει απομείνει, αφού χρησιμοποιήθηκε ή λήθφηκε υπόψη ένα τμήμα του
  2. (ουσιαστικοποιημένο) υπόλοιπο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.