κατάλοιπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάλοιπος | η | κατάλοιπη | το | κατάλοιπο |
| γενική | του | κατάλοιπου | της | κατάλοιπης | του | κατάλοιπου |
| αιτιατική | τον | κατάλοιπο | την | κατάλοιπη | το | κατάλοιπο |
| κλητική | κατάλοιπε | κατάλοιπη | κατάλοιπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάλοιποι | οι | κατάλοιπες | τα | κατάλοιπα |
| γενική | των | κατάλοιπων | των | κατάλοιπων | των | κατάλοιπων |
| αιτιατική | τους | κατάλοιπους | τις | κατάλοιπες | τα | κατάλοιπα |
| κλητική | κατάλοιποι | κατάλοιπες | κατάλοιπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάλοιπος < αρχαία ελληνική κατάλοιπος
Επίθετο
κατάλοιπος
- υπολειπόμενος, υπόλοιπος
- (ουσιαστικοποιημένο) κατάλοιπο
- (ουσιαστικοποιημένο) κατάλοιπα
Μεταφράσεις
κατάλοιπος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.