ὑπόλοιπος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὑπόλοιπος τὸ ὑπόλοιπον οἱ, αἱ ὑπόλοιποι τὰ ὑπόλοιπα
Γενική τοῦ, τῆς ὑπολοίπου τοῦ ὑπολοίπου τῶν ὑπολοίπων τῶν ὑπολοίπων
Δοτική τῷ, τῇ ὑπολοίπῳ τῷ ὑπολοίπῳ τοῖς, ταῖς ὑπολοίποις τοῖς ὑπολοίποις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὑπόλοιπον τὸ ὑπόλοιπον τοὺς, τὰς ὑπολοίπους τὰ ὑπόλοιπα
Κλητική ὑπόλοιπε ὑπόλοιπον ὑπόλοιποι ὑπόλοιπα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὑπολοίπω
Γενική-Δοτική ὑπολοίποιν

Ετυμολογία

ὑπόλοιπος < ὑπολείπω + -ος < ὑπό + λείπω

Επίθετο

ὑπόλοιπος

  1. που έχει απομείνει ή αφεθεί πίσω
  2. που έχει επιβιώσει, έχει απομείνει ζωντανός
  3. υπόλοιπος
  4. που έχει έλλειψη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.