ὑπόλοιπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὑπόλοιπος | τὸ ὑπόλοιπον | οἱ, αἱ ὑπόλοιποι | τὰ ὑπόλοιπα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὑπολοίπου | τοῦ ὑπολοίπου | τῶν ὑπολοίπων | τῶν ὑπολοίπων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὑπολοίπῳ | τῷ ὑπολοίπῳ | τοῖς, ταῖς ὑπολοίποις | τοῖς ὑπολοίποις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὑπόλοιπον | τὸ ὑπόλοιπον | τοὺς, τὰς ὑπολοίπους | τὰ ὑπόλοιπα |
| Κλητική | ὑπόλοιπε | ὑπόλοιπον | ὑπόλοιποι | ὑπόλοιπα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὑπολοίπω | |||
| Γενική-Δοτική | ὑπολοίποιν | |||
Επίθετο
ὑπόλοιπος
Πηγές
- ὑπόλοιπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπόλοιπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.