υπόλοιπο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | υπόλοιπο | τα | υπόλοιπα |
| γενική | του | υπόλοιπου & υπολοίπου |
των | υπόλοιπων & υπολοίπων |
| αιτιατική | το | υπόλοιπο | τα | υπόλοιπα |
| κλητική | υπόλοιπο | υπόλοιπα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπόλοιπο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπόλοιπος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική reste ή reliquat
Ουσιαστικό
υπόλοιπο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.