υπόλοιπο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόλοιπο τα υπόλοιπα
      γενική του υπόλοιπου
& υπολοίπου
των υπόλοιπων
& υπολοίπων
    αιτιατική το υπόλοιπο τα υπόλοιπα
     κλητική υπόλοιπο υπόλοιπα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπόλοιπο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπόλοιπος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική reste ή reliquat

Ουσιαστικό

υπόλοιπο ουδέτερο

  1. ό,τι έχει απομείνει από κάποιο σύνολο
  2. (μαθηματικά) ο αριθμός που δηλώνει το αποτέλεσμα μιας αφαίρεσης
  3. (μαθηματικά) ο αριθμός που απομένει από μια ατελή διαίρεση
  4. (λογιστική) ό,τι απομένει από το κλείσιμο ενός λογαριασμού (χρεωστικό ή πιστωτικό ποσό)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.