υποτροπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υποτροπικός | η | υποτροπική | το | υποτροπικό |
| γενική | του | υποτροπικού | της | υποτροπικής | του | υποτροπικού |
| αιτιατική | τον | υποτροπικό | την | υποτροπική | το | υποτροπικό |
| κλητική | υποτροπικέ | υποτροπική | υποτροπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υποτροπικοί | οι | υποτροπικές | τα | υποτροπικά |
| γενική | των | υποτροπικών | των | υποτροπικών | των | υποτροπικών |
| αιτιατική | τους | υποτροπικούς | τις | υποτροπικές | τα | υποτροπικά |
| κλητική | υποτροπικοί | υποτροπικές | υποτροπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υποτροπικός (1) < αρχαία ελληνική ὑποτροπικός < ὑπότροπος < ὑπό + τρόπος
- υποτροπικός (2,3) < υπο- + τροπικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική subtropical)
Επίθετο
υποτροπικός, -ή, -ό
- που υποτροπιάζει, που έχει σχέση με την υποτροπή ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που βρίσκεται κοντά στους τροπικούς (του Αιγόκερω και του Καρκίνου), όχι όμως από την πλευρά του ισημερινού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.