υποτροπιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποτροπιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποτροπιάζω[1]
Ρήμα
υποτροπιάζω
- (ιατρική) επαναλαμβάνομαι, επανέρχομαι. Λέγεται για ασθένειες που επανεμφανίζονται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποτροπιάζω | υποτροπίαζα | θα υποτροπιάζω | να υποτροπιάζω | υποτροπιάζοντας | |
| β' ενικ. | υποτροπιάζεις | υποτροπίαζες | θα υποτροπιάζεις | να υποτροπιάζεις | υποτροπίαζε | |
| γ' ενικ. | υποτροπιάζει | υποτροπίαζε | θα υποτροπιάζει | να υποτροπιάζει | ||
| α' πληθ. | υποτροπιάζουμε | υποτροπιάζαμε | θα υποτροπιάζουμε | να υποτροπιάζουμε | ||
| β' πληθ. | υποτροπιάζετε | υποτροπιάζατε | θα υποτροπιάζετε | να υποτροπιάζετε | υποτροπιάζετε | |
| γ' πληθ. | υποτροπιάζουν(ε) | υποτροπίαζαν υποτροπιάζαν(ε) |
θα υποτροπιάζουν(ε) | να υποτροπιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποτροπίασα | θα υποτροπιάσω | να υποτροπιάσω | υποτροπιάσει | ||
| β' ενικ. | υποτροπίασες | θα υποτροπιάσεις | να υποτροπιάσεις | υποτροπίασε | ||
| γ' ενικ. | υποτροπίασε | θα υποτροπιάσει | να υποτροπιάσει | |||
| α' πληθ. | υποτροπιάσαμε | θα υποτροπιάσουμε | να υποτροπιάσουμε | |||
| β' πληθ. | υποτροπιάσατε | θα υποτροπιάσετε | να υποτροπιάσετε | υποτροπιάστε | ||
| γ' πληθ. | υποτροπίασαν υποτροπιάσαν(ε) |
θα υποτροπιάσουν(ε) | να υποτροπιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υποτροπιάσει | είχα υποτροπιάσει | θα έχω υποτροπιάσει | να έχω υποτροπιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υποτροπιάσει | είχες υποτροπιάσει | θα έχεις υποτροπιάσει | να έχεις υποτροπιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υποτροπιάσει | είχε υποτροπιάσει | θα έχει υποτροπιάσει | να έχει υποτροπιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποτροπιάσει | είχαμε υποτροπιάσει | θα έχουμε υποτροπιάσει | να έχουμε υποτροπιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υποτροπιάσει | είχατε υποτροπιάσει | θα έχετε υποτροπιάσει | να έχετε υποτροπιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποτροπιάσει | είχαν υποτροπιάσει | θα έχουν υποτροπιάσει | να έχουν υποτροπιάσει |
| |
Αναφορές
- υποτροπιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.