υποτροπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποτροπή | οι | υποτροπές |
| γενική | της | υποτροπής | των | υποτροπών |
| αιτιατική | την | υποτροπή | τις | υποτροπές |
| κλητική | υποτροπή | υποτροπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποτροπή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποτροπή.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε υπο- + τροπή < τρέπω
- για τον νομικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rechute[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.tɾoˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐τρο‐πή
Ουσιαστικό
υποτροπή θηλυκό
- (ιατρική) η επανεμφάνιση συμπτωμάτων ασθένειας μετά από μια περίοδο βελτίωσης, π.χ
- (νομικός όρος) η επανάληψη από έναν ένοχο μιας αξιόποινης πράξης για την οποία έχει υποστεί ποινή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- υποτροπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.