υπομνηματιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπομνηματιστικός | η | υπομνηματιστική | το | υπομνηματιστικό |
| γενική | του | υπομνηματιστικού | της | υπομνηματιστικής | του | υπομνηματιστικού |
| αιτιατική | τον | υπομνηματιστικό | την | υπομνηματιστική | το | υπομνηματιστικό |
| κλητική | υπομνηματιστικέ | υπομνηματιστική | υπομνηματιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπομνηματιστικοί | οι | υπομνηματιστικές | τα | υπομνηματιστικά |
| γενική | των | υπομνηματιστικών | των | υπομνηματιστικών | των | υπομνηματιστικών |
| αιτιατική | τους | υπομνηματιστικούς | τις | υπομνηματιστικές | τα | υπομνηματιστικά |
| κλητική | υπομνηματιστικοί | υπομνηματιστικές | υπομνηματιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπομνηματιστικός < υπομνηματιστ(ής) + -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.mni.ma.ti.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐μνη‐μα‐τι‐στι‐κός
Επίθετο
υπομνηματιστικός, -ή, -ο
- που έχει σχέση με υπομνηματιστή ή υπομνηματίστρια ή αναφέρεται σε αυτούς
Συγγενικά
- υπομνηματικός
- → δείτε και τη λέξη υπόμνημα
Μεταφράσεις
υπομνηματιστικός
|
|
Πηγές
- υπομνηματιστικός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.