υπομνηματιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπομνηματιστικός η υπομνηματιστική το υπομνηματιστικό
      γενική του υπομνηματιστικού της υπομνηματιστικής του υπομνηματιστικού
    αιτιατική τον υπομνηματιστικό την υπομνηματιστική το υπομνηματιστικό
     κλητική υπομνηματιστικέ υπομνηματιστική υπομνηματιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπομνηματιστικοί οι υπομνηματιστικές τα υπομνηματιστικά
      γενική των υπομνηματιστικών των υπομνηματιστικών των υπομνηματιστικών
    αιτιατική τους υπομνηματιστικούς τις υπομνηματιστικές τα υπομνηματιστικά
     κλητική υπομνηματιστικοί υπομνηματιστικές υπομνηματιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υπομνηματιστικός < υπομνηματιστ(ής) + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.mni.ma.ti.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υπομνηματιστικός

Επίθετο

υπομνηματιστικός, -ή, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.