υπομνηματίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπομνηματίστρια | οι | υπομνηματίστριες |
| γενική | της | υπομνηματίστριας | των | υπομνηματιστριών |
| αιτιατική | την | υπομνηματίστρια | τις | υπομνηματίστριες |
| κλητική | υπομνηματίστρια | υπομνηματίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπομνηματίστρια < υπομνηματιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Μεταφράσεις
υπομνηματίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.