κριτικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κριτικά < κριτικός

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾi.tiˈka/
ομόηχα: Κρητικά, κρητικά

Επίρρημα

κριτικά

  • με κριτική διάθεση
    ο συγγραφέας βλέπει κριτικά την κλασική μαρξιστική άποψη για τα κοινωνικά φαινόμενα ...

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κριτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.