ερμηνευτικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ερμηνευτικά < ερμηνευτικός

Επίρρημα

ερμηνευτικά

  • δίνοντας μια ερμηνεία και βοηθώντας στην κατανόηση ενός πράγματος, πχ ενός κειμένου
ο μελετητής προσέγγισε ερμηνευτικά το αρχαίο κείμενο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ερμηνευτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.