υπομνηματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υπομνηματίζομαω | υπομνημάτιζομαα | θα υπομνηματίζομαω | να υπομνηματίζομαω | υπομνηματίζομαοντας | |
| β' ενικ. | υπομνηματίζομαεις | υπομνημάτιζομαες | θα υπομνηματίζομαεις | να υπομνηματίζομαεις | υπομνημάτιζομαε | |
| γ' ενικ. | υπομνηματίζομαει | υπομνημάτιζομαε | θα υπομνηματίζομαει | να υπομνηματίζομαει | ||
| α' πληθ. | υπομνηματίζομαουμε | υπομνηματίζομααμε | θα υπομνηματίζομαουμε | να υπομνηματίζομαουμε | ||
| β' πληθ. | υπομνηματίζομαετε | υπομνηματίζομαατε | θα υπομνηματίζομαετε | να υπομνηματίζομαετε | υπομνηματίζομαετε | |
| γ' πληθ. | υπομνηματίζομαουν(ε) | υπομνημάτιζομααν υπομνηματίζομααν(ε) |
θα υπομνηματίζομαουν(ε) | να υπομνηματίζομαουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υπομνημάτιζομσα | θα υπομνηματίζομσω | να υπομνηματίζομσω | υπομνηματίζομσει | ||
| β' ενικ. | υπομνημάτιζομσες | θα υπομνηματίζομσεις | να υπομνηματίζομσεις | υπομνημάτιζομσε | ||
| γ' ενικ. | υπομνημάτιζομσε | θα υπομνηματίζομσει | να υπομνηματίζομσει | |||
| α' πληθ. | υπομνηματίζομσαμε | θα υπομνηματίζομσουμε | να υπομνηματίζομσουμε | |||
| β' πληθ. | υπομνηματίζομσατε | θα υπομνηματίζομσετε | να υπομνηματίζομσετε | υπομνηματίζομστε | ||
| γ' πληθ. | υπομνημάτιζομσαν υπομνηματίζομσαν(ε) |
θα υπομνηματίζομσουν(ε) | να υπομνηματίζομσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω υπομνηματίζομσει | είχα υπομνηματίζομσει | θα έχω υπομνηματίζομσει | να έχω υπομνηματίζομσει | ||
| β' ενικ. | έχεις υπομνηματίζομσει | είχες υπομνηματίζομσει | θα έχεις υπομνηματίζομσει | να έχεις υπομνηματίζομσει | ||
| γ' ενικ. | έχει υπομνηματίζομσει | είχε υπομνηματίζομσει | θα έχει υπομνηματίζομσει | να έχει υπομνηματίζομσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε υπομνηματίζομσει | είχαμε υπομνηματίζομσει | θα έχουμε υπομνηματίζομσει | να έχουμε υπομνηματίζομσει | ||
| β' πληθ. | έχετε υπομνηματίζομσει | είχατε υπομνηματίζομσει | θα έχετε υπομνηματίζομσει | να έχετε υπομνηματίζομσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν υπομνηματίζομσει | είχαν υπομνηματίζομσει | θα έχουν υπομνηματίζομσει | να έχουν υπομνηματίζομσει |
| |
Μεταφράσεις
υπομνηματίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.