πριν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πριν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρίν

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾin/

Επίρρημα

πριν

  1. (χρονικό επίρρημα) προηγούμενα, νωρίτερα
    μακάρι να το είχα σκεφτεί πιο πριν!
  2. (τοπικό επίρρημα) πιο μπροστά
    Το λεωφορείο δεν περνάει από εδώ, έχει τέρμα πέντε δρόμους πριν.

Ουσιαστικό

πριν ουδέτερο άκλιτο

Πρόθεση

πριν άκλιτο

  1. (χρονικό) νωρίτερα από κάτι ή κάποιον
    η φίλη μου έφτασε πριν από μένα
  2. (τοπικό) πιο μπροστά από κάτι ή κάποιον
    το κατάστημα είναι λίγο πριν από τη γωνιά

Σύνδεσμος

πριν

  • με δευτερεύουσα πρόταση, δείχνει ότι η πράξη που περιγράφεται ακολουθεί χρονικά την πράξη της κύριας πρότασης
    έκλεισα τα παράθυρα πριν αρχίσει να βρέχει

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.