past perfect
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
past perfect (en) (μη μετρήσιμο)
- (γραμματική) ο απλός υπερσυντέλικος, ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά που δηλώνει μια πράξη η οποία άρχισε και ολοκληρώθηκε στο παρελθόν, πριν από κάποια άλλη πράξη. Αντίστοιχο με τον ελληνικό υπερσυντέλικο.
- Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα had + παθητική μετοχή του ρήματος
- ↪ They had eaten before I called them.
- Είχαν φάει πριν τους τηλεφώνησα.
- ↪ They had eaten before I called them.
- Στην παθητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα had + been + παθητική μετοχή του ρήματος
- ↪ He had been awarded the Nobel prize.
- Είχε τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ.
- ↪ He had been awarded the Nobel prize.
- Στην ενεργητική φωνή, σχηματίζεται περιφραστικά με το ρήμα had + παθητική μετοχή του ρήματος
Υπερώνυμα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.