διατελώ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
διατελώ
<
αρχαία ελληνική
διατελέω
/
διατελῶ
Ρήμα
διατελώ
(
λόγιο
)
είμαι
βρίσκομαι
εξακολουθώ
να
είμαι
υπάρχω
κάτω από μια
ιδιότητα
ή
κατάσταση
βρίσκομαι
σε ορισμένη
κατάσταση
Μεταφράσεις
διατελώ
γαλλικά
:
être
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.