συνύπαρξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνύπαρξη οι συνυπάρξεις
      γενική της συνύπαρξης* των συνυπάρξεων
    αιτιατική τη συνύπαρξη τις συνυπάρξεις
     κλητική συνύπαρξη συνυπάρξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνυπάρξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνύπαρξη < (ελληνιστική κοινή) συνύπαρξις < αρχαία ελληνική συνυπάρχω < σύν + ὑπάρχω < ὑπο- + ἄρχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂érgʰ- (ἄρχω)

Ουσιαστικό

συνύπαρξη θηλυκό

  1. η ταυτόχρονη ύπαρξη
  2. η συμβίωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.