υπαρξιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | υπαρξιακός | η | υπαρξιακή | το | υπαρξιακό |
| γενική | του | υπαρξιακού | της | υπαρξιακής | του | υπαρξιακού |
| αιτιατική | τον | υπαρξιακό | την | υπαρξιακή | το | υπαρξιακό |
| κλητική | υπαρξιακέ | υπαρξιακή | υπαρξιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | υπαρξιακοί | οι | υπαρξιακές | τα | υπαρξιακά |
| γενική | των | υπαρξιακών | των | υπαρξιακών | των | υπαρξιακών |
| αιτιατική | τους | υπαρξιακούς | τις | υπαρξιακές | τα | υπαρξιακά |
| κλητική | υπαρξιακοί | υπαρξιακές | υπαρξιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- υπαρξιακός < ύπαρξη + -ακός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική existentiel)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.paɾ.ksi.aˈkos/
Επίθετο
υπαρξιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ύπαρξη (από οντολογικής πλευράς), αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή
Μεταφράσεις
υπαρξιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.