τυρόγαλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τυρόγαλο | τα | τυρόγαλα |
| γενική | του | τυρόγαλου | των | τυρόγαλων |
| αιτιατική | το | τυρόγαλο | τα | τυρόγαλα |
| κλητική | τυρόγαλο | τυρόγαλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυρόγαλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυρόγαλον < τυρό- + γάλ(α) + -ο

Τυρόγαλο σε μπολ.
Προφορά
- ΔΦΑ : /tiˈɾo.ɣa.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐ρό‐γα‐λο
Ουσιαστικό
τυρόγαλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
Πηγές
- τυρόγαλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τυρόγαλα, τυρόγαλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.