πήγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πήγμα τα πήγματα
      γενική του πήγματος των πηγμάτων
    αιτιατική το πήγμα τα πήγματα
     κλητική πήγμα πήγματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πήγμα < αρχαία ελληνική πῆγμα < πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂g-

Ουσιαστικό

πήγμα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε έχει συναρμολογηθεί από πολλά τμήματα ή κομμάτια
  2. καροσερί
  3. σκελετός σκάφους

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πήζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.