ορόγαλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ορόγαλα | τα | ορογάλατα |
| γενική | του | ορογάλατος | των | ορογαλάτων |
| αιτιατική | το | ορόγαλα | τα | ορογάλατα |
| κλητική | ορόγαλα | ορογάλατα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈɾo.ɣa.la/
Μεταφράσεις
ορόγαλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.