οξύ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | οξύ | τα | οξέα |
| γενική | του | οξέος | των | οξέων |
| αιτιατική | το | οξύ | τα | οξέα |
| κλητική | οξύ | οξέα | ||
| όπως «οξύ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οξύ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὀξύς
Ουσιαστικό
οξύ ουδέτερο
- (χημεία) κάθε χημική ένωση που κατά τις αντιδράσεις της παρουσιάζει την τάση να προσλαμβάνει ένα τουλάχιστον ζεύγος ηλεκτρονίων για το σχηματισμό χημικού δεσμού και, συνήθως, περιέχει κατιόντα υδρογόνου
- ↪ υδροχλωρικό οξύ
-
οξύ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.