οξύ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οξύ τα οξέα
      γενική του οξέος των οξέων
    αιτιατική το οξύ τα οξέα
     κλητική οξύ οξέα
όπως «οξύ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξύ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ὀξύς

Ουσιαστικό

οξύ ουδέτερο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

οξύ

  1. (αρσενικό) γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του οξύς
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του οξύς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.