τσουράπω

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσουράπω οι τσουράπες
      γενική της τσουράπως των τσουράπων
    αιτιατική την τσουράπω τις τσουράπες
     κλητική τσουράπω τσουράπες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσουράπω < τσουράπ(ι) + < τουρκικά çorap < αραβικά جورب (cūrāb, κάλτσα)

Ουσιαστικό

τσουράπω θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) άξεστη γυναίκα και ατημέλητη
  2. αγενής γυναίκα πχ: (γαϊδούρα, γαϊδάρα, γομάρα, μουλάρα, μούλα, βλαχάρα, χοντρογυναίκα)
  3. επιθετικό, ατίθασο άτομο (συνήθως για γυναίκα) πχ: αγριόγατα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.