τσουράπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσουράπι τα τσουράπια
      γενική του τσουραπιού των τσουραπιών
    αιτιατική το τσουράπι τα τσουράπια
     κλητική τσουράπι τσουράπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσουράπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çorap < αραβική جورب (cūrāb, κάλτσα)

Ουσιαστικό

τσουράπι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.