αγριόγατα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγριόγατα | οι | αγριόγατες |
| γενική | της | αγριόγατας | — | |
| αιτιατική | την | αγριόγατα | τις | αγριόγατες |
| κλητική | αγριόγατα | αγριόγατες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σκίτσο αγριόγατας
Ετυμολογία
- αγριόγατα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγριόκατα < ελληνιστική κοινή ἀγριοκάττα.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αγριό- + γάτα
Ουσιαστικό
αγριόγατα θηλυκό και αγριόγατος (αρσενικό)
- (θηλαστικό ζώο) άγριο αιλουροειδές
- (μεταφορικά) άτομο με επιθετική ή αντικοινωνική συμπεριφορά
-
αγριόγατα στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- αγριόγατα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.