μουλάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μουλάρα | οι | μουλάρες |
| γενική | της | μουλάρας | — | |
| αιτιατική | τη | μουλάρα | τις | μουλάρες |
| κλητική | μουλάρα | μουλάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μουλάρα < μουλάρι + μεγεθυντικό επίθημα -α
Ουσιαστικό
μουλάρα θηλυκό
Συγγενικά
- μουλαρίτσα
- → δείτε τη λέξη μουλάρι
Μεταφράσεις
μουλάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.