χοντρογυναίκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοντρογυναίκα οι χοντρογυναίκες
      γενική της χοντρογυναίκας των χοντρογυναικών
    αιτιατική τη χοντρογυναίκα τις χοντρογυναίκες
     κλητική χοντρογυναίκα χοντρογυναίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοντρογυναίκα < χοντρο- + γυναίκα

Ουσιαστικό

χοντρογυναίκα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.