γαϊδούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαϊδούρα οι γαϊδούρες
      γενική της γαϊδούρας
    αιτιατική τη γαϊδούρα τις γαϊδούρες
     κλητική γαϊδούρα γαϊδούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαϊδούρα < γάιδαρος

Ουσιαστικό

γαϊδούρα και γαϊδάρα θηλυκό

  1. ο θηλυκός γάιδαρος
      Είχαν ένα βαρβάτο άλογο, έναν επιβήτορα, που τον ζευγάρωναν με φοράδες ή γαϊδούρες. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. κορίτσι ή γυναίκα χωρίς καλούς τρόπους ή χωρίς φιλότιμο, αγενής ή αγνώμων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.