τσιμπούκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιμπούκι | τα | τσιμπούκια |
| γενική | του | τσιμπουκιού | των | τσιμπουκιών |
| αιτιατική | το | τσιμπούκι | τα | τσιμπούκια |
| κλητική | τσιμπούκι | τσιμπούκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιμπούκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چبوق (çibuk, çubuk) (τουρκική çubuk) < πρωτοτουρκική ς προέλευσης
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡siˈbu.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐μπού‐κι
- ομόηχο: Τσιμπούκη (γυναικείο επώνυμο)
Ουσιαστικό
τσιμπούκι ουδέτερο
- είδος πίπας για καπνό
- ≈ συνώνυμα: πίπα, καπνοσύριγγα
- ※ «Φέρε, Αμαλία, και την καπνοσύριγγα του πατέρα σου, καπνίζετε, κύριε;» Ο Ρωμαίος προτίμησε να ανάψει το τσιμπούκι του. Έβγαλε ευθύς την ταμπακέρα με τον ψιλοκομμένο καπνό, γέμισε το εβένινο τσιμπούκι και το άναψε με το ασημοποίκιλτο τσακμάκι του (Ελένη Πριοβόλου, Όπως ήθελα να ζήσω, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011 )
- (αργκό) πεολειξία ή πεολειχία
- (μεταφορικά) η υπερβολική δυσκολία
- (μεταφορικά) είδος για σφηνάκι
- παλιά πολυτονική γραφή: τσιμποῦκι
Παράγωγα
- τσιμπουκώνω
- τσιμπουκλής, τσιμπουκλού
- τσιμπουκόχειλα
επώνυμα:
- Τσιμπουκάκης
- Τσιμπούκης
- Τσιμπουκίδης
- Τσιμπουκλής
- Τσιμπουκλίδης
- Τσιμπουκόγλου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.