τσιμπούκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπούκι τα τσιμπούκια
      γενική του τσιμπουκιού των τσιμπουκιών
    αιτιατική το τσιμπούκι τα τσιμπούκια
     κλητική τσιμπούκι τσιμπούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιμπούκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چبوق (çibuk, çubuk) (τουρκική çubuk) < πρωτοτουρκική ς προέλευσης

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡siˈbu.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσιμπούκι
ομόηχο: Τσιμπούκη (γυναικείο επώνυμο)

Ουσιαστικό

τσιμπούκι ουδέτερο

  1. είδος πίπας για καπνό
     συνώνυμα: πίπα, καπνοσύριγγα
      «Φέρε, Αμαλία, και την καπνοσύριγγα του πατέρα σου, καπνίζετε, κύριε;» Ο Ρωμαίος προτίμησε να ανάψει το τσιμπούκι του. Έβγαλε ευθύς την ταμπακέρα με τον ψιλοκομμένο καπνό, γέμισε το εβένινο τσιμπούκι και το άναψε με το ασημοποίκιλτο τσακμάκι του (Ελένη Πριοβόλου, Όπως ήθελα να ζήσω, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2011 )
  2. (αργκό) πεολειξία ή πεολειχία
      Το πρωί μας πήρε τηλέφωνο μια τύπισσα φουριόζα, δήλωσε ότι είναι δικηγόρος και ζήτησε τον ανηψιό ... χθες τη νύχτα κοιμήθηκε κάποια στιγμή σ' έναν καναπέ και η νεαρή βρήκε την ευκαιρία να του πάρει τσιμπούκι. (Λιζέτα Βρανά, Απόλυτο Κακό (Βιβλίο Πέμπτο): Το Βασίλειο του Τρόμου, 2016 )
  3. (μεταφορικά) η υπερβολική δυσκολία
  4. (μεταφορικά) είδος για σφηνάκι

Υποκοριστικά

Παράγωγα

επώνυμα:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.