πεολειχία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεολειχία | οι | πεολειχίες |
| γενική | της | πεολειχίας | των | πεολειχιών |
| αιτιατική | την | πεολειχία | τις | πεολειχίες |
| κλητική | πεολειχία | πεολειχίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεολειχία < πέος + αρχαία ελληνική λείχω (γλείφω) + -ία
Ουσιαστικό
πεολειχία θηλυκό και πεολειξία
- η σεξουαλική πρακτική του ερεθισμού του πέους με το στόμα, ιδίως με τα χείλη και τη γλώσσα, με σκοπό τη διέγερση και την πρόκληση ερωτικής ηδονής, ο στοματικός έρωτας με σκοπό την ηδονή του άνδρα
- Οι παρατηρήσεις μας είναι οι πρώτες που δείχνουν ότι συμβαίνει συστηματική πεολειχία σε ενήλικα ζώα πλην των ανθρώπων» γράφει η ερευνητική ομάδα. (Εφημερίδα Το Βήμα, 2/4/2013)
Συνώνυμα
- πεολειξία
- πεοθηλασμός
- (χυδαίο) πίπα
- στοματικό σεξ
- στοματικός έρωτας
- (χυδαίο) τσιμπούκι
- (σκωπτικό) γλειφιτζούρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.