τσιμπουκλού

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιμπουκλού οι τσιμπουκλούδες
      γενική της τσιμπουκλούς των τσιμπουκλούδων
    αιτιατική την τσιμπουκλού τις τσιμπουκλούδες
     κλητική τσιμπουκλού τσιμπουκλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιμπουκλού < τσιμπουκλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού (που καπνίζει τσιμπούκι)

Ουσιαστικό

τσιμπουκλού θηλυκό

  • (μεταφορικά, αργκό): γυναίκα που επιδίδεται σε στοματικό σεξ (σε άνδρες)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.