πεολειξία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεολειξία | οι | πεολειξίες |
| γενική | της | πεολειξίας | των | πεολειξιών |
| αιτιατική | την | πεολειξία | τις | πεολειξίες |
| κλητική | πεολειξία | πεολειξίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πεολειξία < πέος + αρχαία ελληνική λείχω (γλείφω) + -ία
Μεταφράσεις
πεολειξία
|
→ δείτε τη λέξη πεολειχία |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.