γιατσί
Τσακωνικά (tsd)
Μορφές
- γιατσί, γιατσ' (ιδίωμα Μελάνων)
- γιατσά, γετσά, γιτσά (ιδίωμα Βάτικα, Χαβουτσί)
Ετυμολογία
- γιατσί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιατί < διατί ερωτηματικό
- για τον αιτιολογικό σύνδεσμο (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιατί < διατί < φράση διά τι με εξέλιξη /ði̯a/ > /ʝa/ [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝaˈt͡si/
Μόριο
γιατσί; (ερωτηματικό μόριο)
Αναφορές
- γιατί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σελ.213.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens
Πηγές
- γιατσί - σελ.226.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.