έσι

Τσακωνικά (tsd)

Ρηματικός τύπος

έσι

  • β' πρόσωπο ενικού του ρήματος του ρήματος ένι (είμαι)
    Γιατσ' έσι μαγκιλοδεϊτέ, τσ' έσ' έχου; [1]
    Γιατί είσαι μαντιλοδεμένος, τι έχεις; (κατά λέξη: Γιατί είσαι μαντιλοδεμένος, τι είσαι έχων;)

  • έσ'
  • (εί)σα, θα 'σα (τσακώνικο ιδίωμα Βάτικων, Χαβουτσίου)

Παράγωγα

ως βοηθητικό ρήμα

Αναφορές

  1. σελ.213.jpg, τόμ.2 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 2ος@academyofathens

Πηγές

είμαι - σελ.287.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.