ρεμπελιό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμπελιό τα ρεμπελιά
      γενική του ρεμπελιού των ρεμπελιών
    αιτιατική το ρεμπελιό τα ρεμπελιά
     κλητική ρεμπελιό ρεμπελιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρεμπελιό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ρεμπελιό ουδέτερο

  1. η εξέγερση, η επανάσταση
    το ρεμπελιό των ποπολάρων
  2. τεμπέλικη ζωή
  3. (ιδιωματικό) αταξία, αδιαφορία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
  • Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.