τσου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

τσου < λείπει η ετυμολογία

Επιφώνημα

τσου

  1. (προφορικό) δήλωση άρνησης, όχι
  2. (προφορικό) (με επανάληψη) ένδειξη αποδοκιμασίας

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

τσου <  δείτε τη λέξη τσι

Κλιτικός τύπος άρθρου

τσου

Αναφορές

  1. Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, Σύντομος ιστορία της ελληνικής γλώσσης (Αθήνα: Ι.Ν. Σιδέρης, 1915), σ. 92.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.