απομεινάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απομεινάρι | τα | απομεινάρια |
| γενική | του | απομειναριού | των | απομειναριών |
| αιτιατική | το | απομεινάρι | τα | απομεινάρια |
| κλητική | απομεινάρι | απομεινάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απομεινάρι < μεσαιωνική ελληνική ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ἀπομεινάρης
Ουσιαστικό
απομεινάρι ουδέτερο και απομεινάδι
- τμήμα αντικειμένου που έχει περισσέψει μετά την κατανάλωση ή την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους ενός συνόλου
- είναι απομεινάρι από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
- υπάρχουν ακόμα πάνω στο τραπέζι τα απομεινάρια από το τελευταίο φαγοπότι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.