τσιπροκατάνυξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιπροκατάνυξη οι τσιπροκατανύξεις
      γενική της τσιπροκατάνυξης των τσιπροκατανύξεων
    αιτιατική την τσιπροκατάνυξη τις τσιπροκατανύξεις
     κλητική τσιπροκατάνυξη τσιπροκατανύξεις
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιπροκατάνυξη < τσίπρ(α) + -ο- + κατάνυξη

Ουσιαστικό

τσιπροκατάνυξη θηλυκό (& τσιπουροκατάνυξη)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.