τσιπροκατάνυξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τσιπροκατάνυξη | οι | τσιπροκατανύξεις |
| γενική | της | τσιπροκατάνυξης | των | τσιπροκατανύξεων |
| αιτιατική | την | τσιπροκατάνυξη | τις | τσιπροκατανύξεις |
| κλητική | τσιπροκατάνυξη | τσιπροκατανύξεις | ||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.