τσίπουρα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

τσίπουρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσίπουρο
  2. τα απομεινάρια από το πάτημα των σταφυλιών και την αφαίρεση του μούστου
     συνώνυμα: στέμφυλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.