τσίπουρα
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
τσίπουρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τσίπουρο
- τα απομεινάρια από το πάτημα των σταφυλιών και την αφαίρεση του μούστου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.