τσιπροφονιάς

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσιπροφονιάς οι τσιπροφονιάδες
      γενική του τσιπροφονιά των τσιπροφονιάδων
    αιτιατική τον τσιπροφονιά τους τσιπροφονιάδες
     κλητική τσιπροφονιά τσιπροφονιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσιπροφονιάς < τσίπρ(α) + -ο- + φονιάς

Ουσιαστικό

τσιπροφονιάς αρσενικό

  • (λαϊκότροπο μειωτικό, ειρωνικό) που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τσίπουρου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.