στέμφυλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στέμφυλο | τα | στέμφυλα |
| γενική | του | στέμφυλου | των | στέμφυλων |
| αιτιατική | το | στέμφυλο | τα | στέμφυλα |
| κλητική | στέμφυλο | στέμφυλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στέμφυλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στέμφυλον[1]
Ουσιαστικό
στέμφυλο ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: τα στέμφυλα) τα απομεινάρια από το πάτημα των σταφυλιών έπειτα από την αφαίρεση του μούστου
Συγγενικά
- στεμφυλόπνευμα
Μεταφράσεις
στέμφυλο
|
|
- στέμφυλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- στέμφυλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.